- περιδρομή
- η, ΝΜΑτο να τρέχει κάποιος γύρω γύρω ή εδώ κι εκεί (α. «περιδρομὴν ποιεῑσθαι», Ξεν.β. «πλάναι τε καὶ περιδρομαί», Πλούτ.)(μσν. αρχ.) το να τριγυρίζει κανείς κάποιον για να τον κολακέψει (α. «προσδριῶν διὰ πλείστης ὅσης περιδρομῆς κρατήσαντες», Ευστ.β. «ἱερωσύνην περιδρομῇ ἥρπασας», Ισίδ. Πηλ.)αρχ.1. περιστροφή, κύκλος («ἑπτὰ περιδρομὰς ἐτῶν», Ευρ.)2. γρήγορη επίθεση από όλα τα σημεία («περιδρομὴ στρατιωτῶν», Δίων Κάσσ.)3. φρ. «περιδρομὴ θεραπείας» — η περίοδος τής θεραπείας (Δίων Κάσσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + δρομή (< δραμεῖν απρμφ. αορ. τού τρέχω), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας δρεμ- (πρβλ. ἔδραμον, που εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα)].
Dictionary of Greek. 2013.